- κολλαργόλη
- Κολλοειδές διάλυμα αργύρου που παρασκευάζεται με επίδραση αμμωνιακού διαλύματος θειικού υποξειδίου του σιδήρου σε διάλυμα νιτρικού αργύρου, παρουσία νιτρικού αμμωνίου. Εμφανίζεται με τη μορφή μικρών κυανόμαυρων δισκίων που είναι διαλυτά στο νερό και δίνουν διαυγές διάλυμα κατά τη δίοδο του φωτός και θολό κατά την ανάκλασή του. Η κ. καταβυθίζεται με θέρμανση καθώς και με την επίδραση χλωριούχων οξέων και άλλων αλάτων και σταθεροποιείται με την αλβουμίνη. Χρησιμοποιείται ως τοπικό και γενικό αντισηπτικό εναντίον των μολυσματικών νόσων, της σηψαιμίας, της επιπεφυκίτιδας, της κυστίτιδας κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.